- ἀνήνυστος
- ἀν-ήνυστος (ἀνύω): unaccomplished; ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ, ‘do - nothing’ business as it is, Od. 16.111†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανήνυστος — ἀνήνυστος, ον (Α) ο χωρίς αποτέλεσμα, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ανυστός («κατορθωτός») < ανύω «κατορθώνω»] … Dictionary of Greek
ἀνήνυστον — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc sg ἀνήνυστος of none effect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηνύστοις — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηνύστοισιν — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηνύστους — ἀνήνυστος of none effect masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηνύστων — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηνύστῳ — ἀνήνυστος of none effect masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήνυτος — ἀνήνυτος, ον (Α) 1. «ανήνυστος», ακατόρθωτος 2. ο χωρίς τέλος, ατέλειωτος 3. αγιάτρευτος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek